- σορβίτης
- ο, Ν(χημ.-φαρμ.) οργανική ένωση, κορεσμένη εξασθενής αλκοόλη, που για πρώτη φορά απομονώθηκε από τους καρπούς ειδών τού γένους φυτών σόρβος, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά από τη γλυκόζη και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για τη διουρητική, ηπατική και ρυθμιστική τής εντερικής λειτουργίας δράση της και στη φαρμακευτική βιομηχανία ως έκδοχο για τα υπόθετα και τις ωοειδείς φύσιγγες και ως υποκατάστατο τής ζάχαρης στα σιρόπια, αλλ. σορβιτόλη και γλυκιτόλη ή γλυκίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sorbite < sorbus (βλ. λ. σόρβος)].
Dictionary of Greek. 2013.